Le petit prince

Le petit prince

( i )
          Συνέχισα να τρέχω. Δέκα λεπτά κυνήγι. Τα πόδια μου είχαν μουδιάσει αλλά άντεχα, άντεχα κι άλλο. Έκανε και σε κάτι καλό τελικά αυτή η οκταετία στον Πανιώνιο. Μόλις που την είχα πιάσει με την άκρη του ματιού μου στις κυλιόμενες. Δύο επίπεδα κάτω και ακόμα δεν την έχω προφτάσει. Τουτ - τουτ - τουτ.  Γαμώτο! Οι πόρτες κλείνουν. Έφυγε. Φορούσε μία γκρίζα φόρμα και ένα μωβ μπλουζάκι που άφηνε ακάλυπτο τον ένα της ώμο. Θα την αναγνώριζα παντού. Το ίδιο στυλ, το ίδιο βλέμμα. Όπως παλιά. Άρχισα σιγά σιγά να επανακτώ την ανάσα μου. Έγειρα πάνω σε ένα στάντ του Άγιου Βασίλη. Τρίτη μέρα σήμερα. Τρίτη μέρα που δεν της μιλάω. Τελικά το Κεμπέκ φάνηκε να είναι πιο μεγάλο από όσο είχα ελπίσει. Και τέσσερις μέρες πριν τα Χριστούγεννα φαίνεται χαοτικό και κατάλευκο. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία. Την βρήκα. Αυτό μετράει.
          Δεν υπήρχε περίπτωση να την βρω βέβαια χωρίς την βοήθεια της μητέρας της. Μου έστειλε την ακριβή της διεύθυνση και δεν ήταν δύσκολο να την βρω. Το Facebook βοηθάει ενίοτε όπως αποδείχθηκε. Δεν ήθελα όμως να περιμένω έξω από το σπίτι της. Θα την φρικάρω. Αν κρατήσει και η μητέρα της τον λόγο της και δεν της πει τίποτα θα βρω την κατάλληλη ευκαιρία. Θέλω να είναι ωραία στιγμή. Η στιγμή που θα πραγματοποιηθεί ο όρκος μας.


(ii)
-         Ορκίσου μου. Ορκίσου μου το!
-         Ποιό; Τι θες να σου πω;
-         Ορκίσου μου πως θα σε ξαναδώ.
-         Αυτό εννοείται μωρό μου…
-         Όχι, τίποτα δεν εννοείται! Θέλω να το ακούσω!
-         Δεν μπορώ! Δεν μπορώ, εντάξει; Δεν μπορώ να σου ορκιστώ για κάτι που δεν τo πιστεύω!
-         Ποτέ δεν πίστευες σε εμάς!
-         Μην μου αρχίζεις τις μαλακίες σου τώρα. Ξέρεις ότι αυτό δεν είναι αλήθεια!
-         Τι να μην αρχίζω;
-         Τι;
-         ΤΙ ΝΑ ΜΗΝ ΑΡΧΙΖΩ;
-         Τις μαλαγανιές σου… Ξέρεις εσύ τώρα. Έλα συγγνώμη…
-         Πόσες ρημάδες φορές χρειάζεται να σου ζητήσω να μην βρίζεις;
-         Έλα, συγγνώμη..
-         Ποτέ δεν με πίστεψες. Ποτέ δεν μας πίστεψες..
-         Δεν το εννοούσα.
-         Υποσχέσου μου τότε.
-         Τι ακριβώς;
-         Ότι μόλις ξανασμίξουμε δεν θα ξαναχωρίσουμε.
-         Πως να στο υποσχεθώ;
-         Φίλα με.


(iii)
          Ανοίγω την πόρτα και βγαίνω. Όπα! Κάτι κλότσησα! Τι είναι αυτό; Ένας φάκελος. Έχει βραχεί από το χιόνι. Γράφει πάνω “ <5 “. Δεν μπορεί! Δεν υπάρχει περίπτωση! Ποιός το έφερε αυτό; Ανοίγω τον φάκελο. ¨Ενα cd. “Doo-Woops & Hooligans (Special Edition). Αυτό είναι Bruno Mars. Εγώ δεν άκουγα ποτέ τέτοια μουσική. Εκτός από ένα τραγούδι. Να το! Το νούμερο δύο. Έχουν περάσει επτά χρόνια από τότε που άκουσα τελευταία φορά αυτό το τραγούδι. “Just the way you are”. Δεν μπορεί να μην έχει κάρτα. Πάντα είχε κάτι. Έστω ένα σ’ αγαπώ. Να το. Απόκομμα από σελίδα τετραδίου. Όπως τότε.

          “Να ξέρεις πως δεν έφυγα ποτέ. Ψυχικά δεν έφυγα χιλιοστό. Τώρα απλά είμαι εδώ και σωματικά. Σ’ αγαπώ ακόμα. Ίσως και περισσότερο από τότε. Ίσως και περισσότερο από ποτέ. <5. Αύριο στις έντεκα στα Starbucks, στο κέντρο.“
          Ήρθε. Είναι εδώ. Την κράτησε την υπόσχεσή του. Δεν το περίμενα. Πως με βρήκε; Που είναι; Αχ, το μωρό μου. Αλλά τι θα κάνουμε εδώ; Να γυρίσουμε Ελλάδα; Και τα παράτησε όλα; Όχι δεν θα τον αφήσω. Τι θα κάνει εδώ; Την Φιλοσοφική Αθηνών έχει τελειώσει, τι θα κάνει σε μία γαλλόφωνη χώρα; Δεν γίνεται. Δεν είναι γραφτό. Η ζωή μας. Εγώ είμαι εικοσιπέντε. Εκείνος εικοσιέξι …
          Σηκώνομαι από το παγωμένο κεφαλόσκαλο. Ξεκλειδώνω την πόρτα. Διπλή πιρουέτα με υπόκλιση. Αφήνω τον φάκελο στον πάγκο δίπλα σε μία Χριστουγεννιάτικη κάρτα. Ξαναβγαίνω έξω, κλειδώνω. Χαμογελώ και φεύγω για την σχολή.


(iv)
          Πως να επισφραγίσουμε τον όρκο μας; Πως επισφραγίζονται όλοι οι όρκοι; Έτσι και αυτός. Ήμασταν ενήλικοι. Και ερωτευμένοι. Πως θα τον επισφραγίζαμε; Κλείσαμε τα φώτα. Το επόμενο πρωί της έφερα πρωινό στο κρεβάτι. Το πρωινό το έφερα σε μία γυναίκα. για την ακρίβεια στην ομορφότερη γυναίκα. Γάλα όπως στα μικρά κοριτσάκια με την αθώα ψυχή και κάτι ψωμοειδή με σοκολάτα από το ψυγείο, αφού ήξερα ότι αυτά θα ήθελε. Σαν να ήταν έγκυος και να όφειλα να της εκπληρώσω κάθε της επιθυμία. Άλλος ένας λόγος που είμαι ερωτευμένος με αυτήν την κοπέλα. Επειδή έχει κάτι από κοριτσάκι και κάτι από μανούλα ταυτόχρονα.

(v)
          Το κινητό μου έτρεψε επιτέλους το 10:59 σε 11:00. Δεν φαινόταν πουθενά. Όχι ότι ήταν ποτέ στην ώρα της βέβαια. Αλλά ήταν και αυτό μέρος της μαγείας. Η αναμονή που μεγιστοποιούσε την πλησμονή. Να την! Ήρθε! Πετάγομαι όρθιος. Για χιλιοστά την γλιτώνει ο διπλός εσπρέσσο μου. Τρέχω προς το μέρος της. Της ανοίγω την πόρτα- μία βαριά πόρτα που την βάραιναν περισσότερο τα εποχιακά στολίδια: μία γιγάντια χιονονιφάδα και μία σειρά πολύχρωμα λαμπάκια. Πηδάει πάνω μου. Με αγκαλιάζει. Είναι ολόκληρη γυναίκα. Με κοιτάει στα μάτια και με φιλάει στο στόμα τόσο παθιασμένα όσο ποτέ άλλοτε. Η γλώσσα της γεύεται κάθε χιλιοστό του στόματος μου. Κάνει ένα βήμα πίσω και με επεξεργάζεται. Από τότε που με θυμάμαι ούτε σε ομορφιά ούτε σε ύψος άλλαξα. Μόνο σε φάρδος. Εκείνη όμως… Εκείνη ψήλωσε και αδυνάτισε. Η ουσιαστικότερη αλλαγή όμως είναι στο βλέμμα της. Αγρίεψε. Ωρίμασε.
-      Πως βρέθηκες εσύ εδώ;
-      Δεν στο είχα υποσχεθεί;
-      Ναι μα..
-      Δίχως μα και μου-σου-του.
-      Για πόσο ήρθες;
-      Για πόσο θα είσαι εσύ εδώ;
-      Εγώ μένω εδώ.
-      Έχεις μεγάλο σπίτι;
-      Ένα δυάρι.
-      Μένεις μόνη σου;
-      Oh yes.
-      Oh darling I’d like you to reply in the language you were asked.
-      Καλά, καλά. Ναι μόνη μου μένω.
-      Τότε τι με εμποδίζει από το να μείνω εδώ για πάντα;
-      Τι εννοείς;
-      Εννοώ ότι το SFU και άλλα τόσα πανεπιστήμια αναζητούν καθηγητές. Κι εγώ αναζητώ εσένα.
-      Δηλαδή θα εγκατασταθείς εδώ;
-      Μόνο αν το θέλεις.
-      Καλή διαμονή τότε!
-      Που σημαίνει “ Άντε γαμήσου, δεν φτάνει που θα σε τρώω στην μάπα στο σπίτι, πάω να πάρω λίγο αέρα” ή “Θα μείνουμε μαζί μωρό μου, αλλά πάμε να πιούμε τον καφέ για τον οποίο ήρθαμε”;
-      Προφανώς το δεύτερο.
-      Χαίρομαι.
Την φίλησα στον μάγουλο και τύλιξα το χέρι μου γύρω από την μέση της, ενώ εκείνη έπιασε το άλλο μου χέρι.
-      Τι θα πάρεις;
-      Δεν είμαι σίγουρη.
-      Αφού στο τέλος θα καταλήξεις με μία ζεστή σοκολάτα, τι το κουράζουμε;
-      Λες ε;
-      Oh yes.
-      Τι θα πάρετε;
-      Εγώ έχω έναν διπλό εσπρέσσο πάνω, αλλά επειδή μάλλον θα έχει κρυώσει ως τώρα, φτιάξτε μου άλλον έναν. Και μία ζεστή σοκολάτα για την δεποινίδα.
-      Μικρή, μεσαία, μεγάλη;
-      Μικρή.
-      Μία μεσαία θα θέλαμε.
-      Αμέσως. Είναι 6,35 $ αν υπολογίσομε και την Χριστουγεννιάτικη έκπτωση.
-      Κάτω τα κουλά σου μικρή μου. Ορίστε κύριε.
Πήγαμε και καθίσαμε απάνω. Είχα δίπλα μου την πιο όμορφη γυναίκα πια -δεν πρέπει να το ξεχνάω αυτό- του κόσμου. Έξω χιόνιζε και όλα έβαιναν καλώς…
-      Παρακαλώ πείτε μου, πως περνάτε εδώ στην ξενιτιά;
-      Καλά. Καλά σε γενικές γραμμές. Λίγη μοναξιά…
-      Για αυτό είμαι εδώ εγώ.
-      Μωρό μου!
-      Λύσε μου μία απορία.
-      Πες μου.
-      Σε αγαπώ πολύ και χαίρομαι απίστευτα που με το που ειδωθήκαμε το ξαναπιάσαμε από εκεί που το είχαμε αφήσει, αλλά είσαι η πιο όμορφη κοπέλα που έχω γνωρίσει. Σου δίνω ελάχιστες πιθανότητες να ήσουν μόνη για επτά ολόκληρα χρόνια και ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση, ξέροντάς σε, θα είχες υψώσει γύρω σου τείχη και δεν θα με υποδεχόσουν με ανοιχτές αγκάλες με το που με έβλεπες. Πού έχω πέσει έξω λοπόν;
-      Χαίρεσαι που είμαστε έτσι;
-      Ναι αλλά δεν μου αρκεί αυτό.
-      Ωραία τότε. Άκου.
-      Ωχ.
-      Σκάσε χαζέ! Λοιπόν. Πριν δύο χρόνια είπα να προχωρήσω, γνώρισα ένα παιδί που δεν σου έμοιαζε ούτε στο ελάχιστο. Δεν ήταν όμως και αντάξιός σου. Χωρίσαμε ένα χρόνο μετά. Έκτοτε σε σκεφτόμουν συνέχεια. Για την ακρίβεια σχεδίαζα να έρθω για λίγο Ελλάδα για να σε δω.
-      Μάλιστα. Πες μου ότι μου κάνεις πλάκα.
-      Όχι.
-      Οκ. Αλλάζουμε θέμα.
-      Λοιπ-π-π-πόν. Με δ-δ-δέχασ-σ-σαι σπίτι σου; Δηλαδή να κάνουμε το σ-σ-σ-σπίτι σου σ-σπίτι μας;
          Γαμώτο! Άρχιζα πάλι να τραυλίζω. Όπως και τότε. Μικρός τραύλιζα πολύ όταν την έβλεπα. Έχανα τα λόγια μου. Κατέβαλλα καταπληκτικές προσπάθειες για να μην το καταλαβαίνει. Νομίζω μου ξέφευγε ελάχιστες φορές. Και τώρα πάλι.
-      Μα φυσικά και σε δέχομαι μωρό μου. Για την ακρίβεια όχι απλά σε δέχομαι, αλλά σου το απαιτώ κιόλας.
          Την φίλησα στα χείλη.
-      Θα κοιμόμαστε και θα ξυπνάμε αγκαλιά δηλαδή;
-      Μα φυσικά καρδιά μου.
-      Όνειρο ζωής. Αλλά ας το καθυστερήσουμε μία μέρα. Απόψε θα κοιμηθώ στο ξενοδοχείο. Θα μαζέψω αύριο το πρωί τα πράγματά μου και θα σου σπιτωθώ από αύριο κιόλας, παραμονή.
-      Δηλαδή απόψε θα κοιμηθούμε ξεχωριστά;
-      Όχι απαραίτητα.
-      Which means?
-      Which means that I invite you to stay with me in the hotel tonight.
-      Pardon?
-      Τι δεν κατάλαβες;
-      Μου ζητάς να κοιμηθούμε μαζί σε ξενοδοχείο;
-      Πολύ kinky;
-      Κόψε τις μαλακίες, ξέρεις ότι έχω θέμα!
-      Καλά συγγνώμη, ας κοιμηθούμε χωριστά προπαραμονή Χριστουγέννων, άσε με μόνο μου που μου αρέσει.
-      Δεν είπα κι έτσι!
-      Τότε τι;
-      Άντε καλά. Με έπεισες.
-      Δεν ήταν και δύσκολο.
-      Άντε χάσου ρε!
(vi)
                   Αχχχ. Τέλος. Αυτό ήταν. Γαμάτη ταινιούλα after all. Δεν ήταν τελικά κακή ιδέα να δούμε ταινία μετά το πρωινό. Εκείνη με κόζαρε για ώρα και έτσι βρήκα την ευκαιρία και διάλεξα εγώ στα γρήγορα από την βιβλιοθήκη μου το dvd. “Ο εχθρός μου” . Μου άρεσε πολύ. Ανάθεμα όμως την ώρα και την στιγμή που την διάλεξα.
          Ήμασταν όμορφα όμορφα αγκαλιά στον καναπέ. Είχαμε κλείσει παντζούρια, είχαμε ανάψει τα χαμηλά φώτα, έτοιμοι για ταινία. Ξεκίνησε. Ελληνική ταινία. Αυτό μπορεί να είναι είτε καλό είτε κακό. Πρώτη σκηνή συμπαθητική. Και τότε ξεκινάει η δεύτερη σκηνή. Παραβίαση και ληστεία σπιτιού ενώ η οικογένεια κοιμάται. Πέφτει λίγο ξύλο και δείχνει έναν από τους κουκουλοφόρους να βιάζει την κόρη της οικογενείας. Την πλήρωσα πολύ ακριβά αυτήν την σκηνή. Κλάμα, κακό, κρατιόταν από πάνω μου. “Μην με φιλάς! Δεν θέλω να με αγγίζεις. Δεν θέλω να με ξαναγγίξεις!” “Κοίτα τι έπαθε το κοριτσάκι!”. Και κάνω την μαλακία να αντιμιλήσω. “Το κοριτσάκι πληρώθηκε για να κάτσει μπροστά σε μία κάμερα, να κάτσει μπροστά σε έναν τύπο ο οποίος έκανε ότι την βίασε και μετά έφυγε από το στούντιο και συνέχισε να ζει την ζωή της.” . Βατερλό. “Δεν έχεις αισθήματα!”. Με τα πολλά την ηρέμησα. Είδαμε και την υπόλοιπη ταινία. Συμπαθητικούλα, με ωραίο νόημα μπορώ να πω. Η ευθύνη, οι τύψεις και τόσα άλλα θέματα τίθεντο υπό ανάλυση. Πάντα μου άρεσαν οι πιο ψαγμένες ταινίες. Και ενόσω συλλογιζόμουν το κατά πόσο μου άρεσε η ταινία, συνειδητοποιώ πως εκείνη έτρεμε ακόμη δίπλα μου. Πήγα κοντά της και προσπάθησα να την ηρεμήσω. Απαρηγόρητη. Το κοριτσάκι της ταινίας το είχανε βιάσει στα δεκατέσσερά της και δεν ήταν παρθένα ούτε πριν από αυτό. Μεγάλο σοκ για κάποια κοπέλα που διακατέχεται από ηθική και φρονιμότητα. Την πήρα αγκαλιά. Προσπάθησα να της φτιάξω λίγο το κέφι. Ξεκίνησα να της μιλάω για ασφάλεια. Ήταν -της είπα- ασφαλής όσο την είχα αγκαλιά μου. Τρίχες! Όσο της τα έλεγα, τόσο τα συνειδητοποιούσα και φοβόμουν για αυτά και για ακόμα περισσότερα. Τέλος πάντων, της ψιθύρισα στο αυτί και της ζήτησα να ξαναθυμηθεί και να αναπολήσει όλα αυτά που  ζήσαμε μαζί. Προχτές δα, απόγευμα πάλι, που της είχα πάρει ένα πανέμορφο κολιέ. Της το είχα δώσει γονατιστός στην μέση του δρόμου. Θεέ μου, πόσο ντρεπόταν! Τις μίλησα για τις κοινές στιγμές μας. Σε καφετέριες και μαγαζιά. Χίλια-δυο φιλιά. Της θύμισα όλες αυτές τις επετείους μας με τα ισάριθμα δώρα. Τα ταξίδια που είχαμε πάει με το σχολείο. Της θύμισα εκείνο το τετράδιο γεμάτο ποιήματα που της είχα δώσει τον πρώτο μας χρόνο. Της θύμισα την ημέρα που τα φτιάξαμε. Την πρώτη-πρώτη φορά. Στο πέτρινο παγκάκι της εκκλησίας. Πέντε Μαρτίου. Πάνε χρόνια από τότε. Είχα τρελό άγχος εκείνη την ημέρα. Κι όμως όλα πήγαν καλά μπορώ να πω τώρα. Της θύμισα το τραγούδι μας. Της θύμισα τις στιγμές μας. Της θύμισα, της θύμισα, της θύμισα…

(vii)
          Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Εδώ και οκτώ μέρες έμενα στο νέο μας σπίτι. Πόσο πολύ καιρό ονειρευόμουν αυτές τις στιγμές! Πάντοτε έλιωνα για να μείνουμε μαζί. Και τώρα πραγματοποιείται. Και που όλα αυτά; Στο Κεμπέκ. Κοίταξα γύρω μου. Είμαι μακριά από ό, τι αγαπώ, εκτός από αυτό που αγαπώ περισσότερο: εκείνη. Αν κοιτούσες έξω από το παράθυρο θα τα έβρισκες όλα κάτασπρα. Το Κεμπέκ απολάμβανε την θερμοκρασία των -12. Μέσα στο σπίτι της πάλι, η ατμόσφαιρα έχει πάρει φωτιά. Από την τελευταίας τεχνολογίας κουζίνα που έψηνε αυτήν την στιγμή κουλουράκια ως το τραπέζι που ντυνόταν στα Χριστουγεννιάτικα και το δέντρο που ήταν πληθωρικό με μία μαγική αρμονικότητα. Παντού δέσποζε η αγάπη. Και πάλι δεν μπορούσα να το συνηθίσω. Ήμασταν αγκαλιά στο σαλόνι. Εγώ καθόμουν στον τριθέσιο καναπέ ξαπλωμένος από την μέσα πλευρά και εκείνη δίπλα μου. Της διάβαζα τον μικρό πρίγκιπα. Φτάνοντας στο πέμπτο κεφάλαιο τυλίγει το χέρι της γύρω από το κεφάλι μου. Γλυκύτατη η αγκαλιά. Αρχίζει να με φιλάει. Την φιλάω κι εγώ. Κοιτάω πίσω μου. Βλέπω το ποτήρι με την κόκα κόλα. Κάνω μία δήθεν αδέξια κίνηση και το χύνω. Σηκώνεται. Βλαστημά. Πάει να φέρει χαρτί. Όταν επιστρέφει κάθομαι και πάλι στον καναπέ. Κοιτάω το ρολόι μου. Είχε πάει ήδη 23.59 . Την πιάνω αγκαλιά. Την κρατάω σφιχτά. Της ψιθυρίζω στο αυτί.
-      Ευτυχισμένο το 2024.
-      Τι; Κιόλας; Και σε σένα το ίδιο μωρό μου.
-      Ήρθε ο Άγιος Βασίλης; Νομίζω κάτι άκουσα!
-      Άσε τις βλακείες!
-      Το εννοώ. Κάτι άκουσα! Πήγαινε ψάξε!
          Σκύβει κάτω από το έλατο. Βρίσκει ένα κουτάκι και ένα σημείωμα. Ένα σημείωμα που γράφει:
Επίτρεψέ μου να είμαι για πάντα ο μικρός σου πρίγκιπας.”
Και το κουτάκι που ήταν φτιαγμένο από βελούδο περιείχε ένα δαχτυλίδι. Μονόπετρο.
          Γύρισε με δάκρυα στα μάτια. Έτρεξα και την αγκάλιασα. “Εννοείται πως όχι! Ίου!” Και κατάλαβα πως θα έπρεπε να κλείσουμε ημερομηνία για τον ναό έξω από τον οποίο τα πρωτοφτιάξαμε. Πάντοτε έτσι έλεγε τα “ναι” της.


Και ζήσαμε εμείς καλά και εσείς καλύτερα. Έτσι τελείωσε το παραμύθι μας, και παραμύθι ήταν, γιατί θνητοί δεν ερωτεύθηκαν έτσι ποτέ….

Χρόνια Πολλά!!!

                                                       Κωνσταντίνος Αβράμης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εδώ είναι ευπρόσδεκτα τα σχόλιά σας.