Φλόγα στο Χιόνι

Φλόγα στο Χιόνι
I
Χριστούγεννα, μια γιορτή που ιδιαίτερα εμείς οι νέοι αλλά και οι μεγάλοι προσμένουμε με ανυπομονησία και ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Πλατείες, δρόμοι, βιτρίνες, όλα στολισμένα γεμάτα χαρούμενα φωτεινά στολίδια που κοιτάζοντας τα ζωντανεύουν μνήμες παιδικών μας χρόνων.  Απλές καθημερινές στιγμές που όμως αυτή τη συγκεκριμένη περίοδο αποκτούν κάτι ξεχωριστό, κάτι μοναδικό. Άνθρωποι που θέλουν να ξεσκάσουν, και για να πάρουν τον αέρα τους και να γεμίσουν τα πνευμόνια τους με δύναμη, αισιοδοξία και ελπίδα καταφεύγουν σε μικρές αποδράσεις από την μονότονη καθημερινότητα τους. Πηγαίνουν σε χιονισμένα μέρη που τους δίνουν ζωή. Και ψάχνουν κάτι, κάτι να αλλάξει την καθημερινότητα τους, να την κάνει πιο ενδιαφέρουσα. Όλοι προσπαθούν να πιστέψουν στη δύναμη των Χριστουγέννων και στα θαύματα που μπορεί να κάνει αυτή. Οικογένειες γελάνε, πίνουν, διασκεδάζουν και διηγούνται ξανά και ξανά κάθε χρόνο προσωπικές ιστορίες που παρόλα αυτά απολαμβάνουμε να ακούμε. Έτσι και εγώ αποφάσισα να σας διηγηθώ μια ιστορία για δύο εντελώς άγνωστους ανθρώπους και για το πώς μπορεί η δύναμη των Χριστουγέννων να ενώσει αυτές τις δύο άφθαρτες ψυχές. Θα με ρωτήσετε ποιός είμαι εγώ που θα σας διηγηθώ μια ιστορία… Νομίζω πως δεν χρειάζεται ακόμα να μάθετε ποιος είμαι αλλά αυτό που σίγουρα χρειάζεται να ξέρετε είναι ότι… Όλα άρχισαν μία χιονισμένη μέρα των Χριστουγέννων!
II
Ξημέρωνε τότε στη παγωμένη λίμνη και ο ήλιος ξεπρόβαλλε φωτίζοντας τα λιγοστά σπιτάκια του χιονισμένου αυτού χωριού. Μικρά παιδιά τρέχανε στη λίμνη ελπίζοντας να είναι αρκετά παγωμένη για να κάνουν πατινάζ. Παντού γέλια, φωνές, ζωή! Αυτό που έψαχνα να βρω, αυτό που αναζητούσα απεγνωσμένα να ακούσω, αυτή η ζεστασιά οπού στις πόλεις πλέον δεν υπάρχει. Δυστυχώς οι άνθρωποι πλέον είναι ψυχροί. Βιάζονται για να προλάβουν τη δουλειά τους, βιάζονται για να μην χάσουν κάποιο τρένο, αλλά στην πραγματικότητα το μοναδικό τρένο που χάνουν είναι αυτό της ζωής. Εκείνη τη στιγμή ατενίζοντας τη λίμνη είδα ένα θαύμα, έναν άγγελο! Μια οπτασία έβλεπαν τα μάτια μου, ήταν εκείνη! Χωρίς να χάσω χρόνο πήγα να την πλησιάσω μπας και βρω κάποια ευκαιρία και καταφέρω να την γνωρίσω. Καθώς την πλησίασα διακριτικά την είδα να σκύβει και να ακουμπάει τον πάγο. Και χωρίς να το καταλάβω ξαφνικά γλίστρησε. Αμέσως έσπευσα να την πιάσω! Και τα κατάφερα… Ξαφνικά είχα τον άγγελο στα χέρια μου! Κατά λάθος γλίστρησα και πέσαμε και οι δύο κάτω στον πάγο. Τα χέρια της, τόσο απαλά, ταίριαξαν στα δικά μου, σαν να αποφάσιζαν εκείνα που να πάνε, ποιόν να αγγίξουν! Η καυτή μου αναπνοή ζέσταινε το σφριγηλό κορμί της. Και ποιος θα το φανταζόταν ότι η πιο ζεστή αγκαλιά θα βρισκόταν εδώ, μέσα στον πάγο!
III
Την σήκωσα αμέσως και εκείνη τη στιγμή άκουσα τον πιο ωραίο ήχο που μπορεί να ακούσει κανείς, την πιο ωραία μελωδία που μπορεί να βγάλει ένα όργανο, την φωνή της!
-Αχ συγγνώμη, ωχ θεέ μου σε έριξα κάτω! Δεν το πιστεύω..είσαι καλά;;;
-Όχι όχι ηρέμησε, δεν έπαθα τίποτα, είμαι μια χαρά! Εσύ; Μήπως χτύπησες;;
-Ε, πιστεύω πως θα ζήσω! Γελάσαμε και οι δύο.
-Σε ευχαριστώ πολύ πάντως που ήρθες να με βοηθήσεις!
-Δεν έκανα και τίποτα,ελπίζω πάντως να μην έπαθες τίποτα. Μου χαμογέλασε και κοιταζόμασταν και οι δύο με μια ανυπομονησία στα μάτια.
Παρεμπιπτόντως με λένε Στέφανο, της είπα.
-Χαίρω πολύ, Θάλεια! μου είπε και μου έσφιξε το χέρι.
-Έγινες μούσκεμα ε;;
-Ε, λίγο...
-Κοίτα, υπάρχει ένα πέτρινο καφέ λίγο πιο κάτω που έχει θέα όλη τη λίμνη και έχει και τζάκι! Εάν θες μπορούμε να πάμε.
Το σκέφτηκε λίγο, έπειτα με κοίταξε με έναν ενθουσιασμό και με ένα πλατύ χαμόγελο μου απάντησε: Φυσικά, πρέπει να σε ευχαριστήσω κιόλας που με έσωσες!
Φύγαμε και οι δύο και κατευθυνθήκαμε προς το πέτρινο καφέ.
IV
Καθώς πλησιάζαμε το καφέ ένιωθα λες και πλησίαζα στο σπίτι του Αϊ Βασίλη! Η πόρτα στολισμένη με φωτάκια και με μια μεγάλη ταμπέλα που έλεγε Καλά Χριστούγεννα! Όλο το καφέ περιτριγυρισμένο από χιόνι, σχεδόν καλυμμένο και ψηλά-ψηλά δίπλα από την καμινάδα υπήρχε μια ταμπέλα που αναβόσβηνε και έλεγε Το σπίτι της Αγάπης. Γέλασα λίγο από μέσα μου και κατεύθυνα τη Θάλεια προς τα εκεί. Καθίσαμε σε ένα τραπέζι δίπλα από το τζάκι για να ζεσταθούμε. Αφού καθίσαμε, μετά από δύο λεπτά ήρθε η σερβιτόρα να μας πάρει παραγγελία. «Παρακαλώ τι θα πάρετε;» Ρώτησε ευγενικά η σερβιτόρα. Χωρίς να κοιταχτούμε καθόλου είπαμε ταυτόχρονα «Μια σοκολάτα Βιενουά.» Κοιταχτήκαμε και γελάσαμε με αμηχανία. Η σερβιτόρα έφυγε και πήρα τον λόγο εγώ.
-Και για πες, έχεις έρθει εδώ για διακοπές;;
-Ναι, μπορείς να το πεις και έτσι..απλά ένιωθα να με πνίγει η βαρετή μου καθημερινότητα και είχα την ανάγκη για ένα διάλειμμα. Και αφού είναι και Χριστούγεννα είπα να το εκμεταλλευτώ και να έρθω εδώ!
-Σε καταλαβαίνω, όλοι το έχουμε πάθει κάποια στιγμή αυτό. Όμως από πού και ως που ήρθες εδώ; Δεν το ξέρουν πολλοί το μέρος.
Πήγε να απαντήσει η Θάλεια αλλά την διέκοψε η σερβιτόρα φέρνοντας την παραγγελία μας. Χωρίς να χάσω χρόνο λοιπόν ήπια μια γουλιά από τη σοκολάτα μου και μου δημιουργήθηκε ένα μουστάκι από σαντιγί. Η Θάλεια άρχισε να γελάει. «Τι έγινε;; Έχω κάτι; Γιατί γελάς;» ρώτησα εγώ ξαφνιασμένος.
Γελώντας η Θάλεια μου έδειξε διακριτικά το άνω χείλος μου και μου είπε:  «Ωραίο μουστάκι».
«Δεν κατάλαβα; Γελάμε κιόλας;;» της είπα ειρωνικά και πήρα με το δάκτυλο μου λίγη σαντιγί και της λέρωσα τη μύτη και της είπα  «Έτσι για να μάθεις να μην γελάς!».  Η Θάλεια ξαφνιασμένη συνέχισε να γελάει. Συνεχίσαμε να παίζουμε σαν μικρά παιδιά, νιώθοντας κάθε λεπτό, κάθε δευτερόλεπτο να μας συνδέει κάτι. Τα βλέμματα μας έβγαζαν σπίθες Έρωτα και Πάθους. 
Έπρεπε να φύγω μετά από λίγη ώρα οπότε την χαιρέτησα και καθώς έφευγα κόμπιασα λιγάκι..γύρισα πίσω και με ένα χαμόγελο της είπα: 
-Εγώ να ξέρεις αύριο θα είμαι στην τοπική βιβλιοθήκη, εάν θες μπορείς να περάσεις να τα πούμε.
-Ε, θα δω, μπορεί και να περάσω. Πάντως χάρηκα που σε γνώρισα!
-Οκ, και εγώ, πολύ!  είπα εγώ και κατευθύνθηκα προς την έξοδο του καφέ.
Όταν πήγα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου έκανα ένα κρύο ντους και έπεσα κατευθείαν για ύπνο. Άλλα το θέμα ήταν πως δεν μπορούσα να κοιμηθώ! Κάτι με έτρωγε, κάπου μέσα μου, βαθιά στην καρδιά μου. Χτυπούσε όλο και πιο γρήγορα. Θα με ρωτήσετε γιατί. Γιατί σκεφτόμουν εκείνη φυσικά! Εκείνη, τα μάτια της, δεν ήταν ούτε μπλε, ούτε πράσινα, ήταν μαύρα! Το πιο σύνηθες, αλλά όχι τα μάτια της δεν ήταν συνηθισμένα, δεν ήταν ίδια με καμιάς άλλης. Είχαν κάτι το διαφορετικό. Ήταν σαν να έβλεπα μέσα από τα μάτια της την ψυχή της! Σκεφτόμενος όλα αυτά μετά από πολύ ώρα με πήρε ο ύπνος και το επόμενο πράγμα που θυμάμαι ήταν μια ακτίνα φωτός να διαπερνάει την κουρτίνα του δωματίου και να με ξυπνά! 
V
Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, σαν να ήταν συνεννοημένοι ο καιρός με την καρδιά μου! Πήγα γρήγορα στη βιβλιοθήκη γιατί είχα αργήσει. Αφού βρήκα αυτό που ήθελα και εφόσον η Θάλεια δεν είχε εμφανισθεί είπα να φύγω… Με το που βγήκα έξω από την βιβλιοθήκη είδα πως έβρεχε καταρρακτωδώς! Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Έφυγα τρέχοντας αφού δεν είχα πάρει ομπρέλα μαζί μου και κατά λάθος έπεσε πάνω μου ένα κορίτσι. Όλα τα βιβλία έπεσαν κάτω, έγιναν μούσκεμα, και εγώ; Χάλια! Καθώς πήγα να σηκώσω την κοπέλα τι είδα; Εκείνη! Ήταν η Θάλεια..
-Ε, δεν το πιστεύω! μου είπε.
- Δεν μας θέλει με τίποτα έτσι;;
-Μα δεν γίνεται να συμβαίνει αυτό! Δυο φορές έχουμε βρεθεί εμείς οι δύο, και τις δύο σε έχω ρίξει κάτω! Έλεος...
-Εγώ δεν το βλέπω έτσι..Ευχαρίστηση μου να πέφτεις πάνω μου! Ίσα-ίσα έχω πιο πολλές ευκαιρίες να σε βλέπω. Την έφερα πιο κοντά μου με μια διακριτική κι αυθόρμητη κίνηση. Με κοίταξε στα μάτια σαν να ήθελε να με φιλήσει. Και ποια κοπέλα δεν θα ήθελε θα μου πείτε! Κάτω από την βροχή, Χριστούγεννα...απλά τέλειο! Κάτι όμως την σταμάτησε!
            Μια κοπέλα διέκοψε αυτή την τέλεια και τρυφερή στιγμή. Ήταν η Κατερίνα, έτσι νομίζω πως την έλεγαν. Ήταν ένα κορίτσι που είχα γνωρίσει το προηγούμενο κιόλας βράδυ σε μία παμπ μαζί με την παρέα μου και μου έδειξε ένα ενδιαφέρον αλλά εγώ είχα μάτια μόνο για μία.
Για την Θάλεια. Είχα δει πως ήταν στο διπλανό μαγαζί αλλά ήλπιζα πως δεν θα μας έβλεπε.  Δεν μπορούσα να το πιστέψω, έπρεπε να ήταν εκείνη; Τόσο κόσμο είχα γνωρίσει σε αυτό το παραμυθένιο χωριό και έτυχε να με δει εκείνη;
-Στέφανε; Εδώ είσαι αγάπη μου;
-Αγάπη σου; Δεν μπορούσα να πιστέψω στα αφτιά μου! Τι είχε ξεστομίσει;! -Τι λες Κατερίνα;;
-Έλα μωρέ Στέφανε... Συγγνώμη, από συνήθεια σε λέω έτσι! Δεν μπορώ να σε ξεχάσω κιόλας..είσαι αξέχαστος, ειδικά εχθές!
Την διέκοψα με μια επιθετικότητα, της άρπαξα το χέρι! «Τι λες;; γιατί λες αυτές τις βλακείες;;» Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι τα έλεγε όλα αυτά επειδή μας είδε με την Θάλεια! Κοίταξα την Θάλεια, η οποία είχε μείνει άναυδη! Είχε βουρκώσει… Ένιωσα σαν να σκίστηκε η καρδιά μου στη μέση! Δεν μπορούσα να πιστέψω πως το πιο ωραίο πλάσμα σε όλο τον πλανήτη έκλαιγε και η αιτία ήμουν εγώ! Πήγα να της εξηγήσω αλλά έφυγε τρέχοντας.
-Κατερίνα τι να σου πω! Ντροπή σου, μόνο αυτό σου λέω! και μέσα στη βροχή έτρεξα πίσω από την Θάλεια για να την προλάβω. Δεν μπορούσα να δω καθαρά λόγο της βροχής ώσπου τελικά την πρόλαβα!
-Θάλεια, σε παρακαλώ δεν κατάλαβες καλά. Άκουσε με!
-Α, ναι; Τι ακριβώς δεν κατάλαβα καλά; Βασικά δεν έχω λόγο να σου ζητάω εξηγήσεις, έτσι και αλλιώς δεν έχουμε και τίποτα! Απλά νόμιζα ότι υπήρξε μια σύνδεση μεταξύ μας. Αλλά όπως φαίνεται μάλλον έκανα λάθος!
-Το ξέρω ότι θα ακουστεί πολύ κοινότυπο αλλά δεν είναι αυτό που νομίζεις! Δεν έγινε τίποτα με εμένα και με την Κατερίνα! Την γνώρισα εχθές και αυτό. Τίποτα άλλο! Τα λέει αυτά επειδή ζηλεύει, επειδή δεν της έδειξα ενδιαφέρον! Και φυσικά και υπάρχει κάτι μεταξύ μας. Δεν το βλέπεις;;; Δεν είσαι σαν τις άλλες! Δεν θα σε πλήγωνα ποτέ!
-Ναι ωραία,τα ίδια λέτε όλοι! Θεέ μου τι χαζή που είμαι;! Νόμιζα ότι ήσουν και διαφορετικός! Σε παρακαλώ, ΦΥΓΕ!! Δεν θέλω να σε βλέπω στα μάτια μου!
-Τα λόγια της έκαναν την καρδιά μου θρύψαλα! Όχι! Όχι δεν φεύγω! Δεν το βλέπεις; Είμαι ερωτευμένος μαζί σου, από την πρώτη στιγμή που τα μάτια μου σε αντίκρισαν! Εσένα θέλω μόνο, καμία άλλη! Τώρα που σε βρήκα δεν σε χάνω στο λέω!
Την άρπαξα και την φίλησα! Αντιστάθηκε λίγο αλλά στην συνέχεια με αγκάλιασε.  Πέρασε τα χέρια της γύρω από το κεφάλι μου και μου χάιδευε τα μαλλιά! Συνέχιζε να βρέχει καταρρακτωδώς αλλά αυτό δεν μας στάθηκε εμπόδιο!
Τίποτα δεν μπορούσε να μας πτοήσει. Ήμασταν ερωτευμένοι και αυτό ήταν το μόνο που είχε σημασία! Πλέον ήμουν σίγουρος για το πόσο ερωτευμένος ήμουν μαζί της, δεν ήταν απλά ένας ενθουσιασμός! Δεν είχα νιώσει έτσι με καμία άλλη! Και ήμουν επίσης σίγουρος για τα δικά της συναισθήματα. Ένιωθε ακριβώς το ίδιο, το ένιωθα! Άκουγα πως χτυπούσε η καρδιά της. Είχε συγχρονιστεί με την δική μου!
 Ένιωθα πως φλεγόμουν ολόκληρος. Τα χείλη μας ήταν σαν να είχαν φτιαχτεί για να ταιριάξουν μεταξύ τους! Έπειτα έχοντας μείνει ακόμη σε απόσταση αναπνοής κοιταχτήκαμε στα μάτια! Η καυτή της ανάσα με ζέσταινε. Της ψιθύρισα:
-Είμαι τρελά ερωτευμένος μαζί σου. Θέλω να ξυπνάω κάθε μέρα και να σε βλέπω στην αγκαλιά μου, να σε νιώθω δίπλα μου! Να συζητάμε ώρες ατέλειωτες για το πώς ήταν η μέρα σου και να αναλύουμε τις θεωρίες σου για τον κόσμο, ακόμα και αν είναι τελείως λάθος! Απλά θέλω να συνεχίσω να μιλάω μαζί σου! Να μην σταματήσω ΠΟΤΕ!
Μου άγγιξε το πρόσωπο με τα απαλά της χεράκια, με φίλησε και μου χαμογέλασε με αυτό το χαμόγελο που είναι σαν να επισφράγισε και να επιβεβαίωσε τα συναισθήματα μου!
-Και παρεμπιπτόντως καμία από τις θεωρίες μου δεν είναι λάθος! Απλά δεν είναι εντελώς αναπτυγμένες! Γελάσαμε και οι δύο. Και ναι! Θέλω και εγώ να συνεχίσω να σου μιλάω... και να μην τελειώνουν ποτέ οι συζητήσεις μας! Δεν ξέρω αν αυτό είναι ένας απλός ενθουσιασμός, αλλά ότι και να είναι θέλω να το ζήσω! Απο την πρώτη στιγμή που σε είδα ένιωσα ότι μαζί θα πιάσουμε βυθό αλλά δεν με ενδιαφέρει να σωθώ!
VI
Το ίδιο κιόλας βράδυ κοιμηθήκαμε μαζί. Όχι τίποτα το πονηρό ή το πρόστυχο. Κοιμηθήκαμε αγκαλιασμένοι,  σαν μικρά παιδιά που φοβούνται τις αστραπές και έχουν κολλήσει πάνω στους γονείς τους! Με τέτοια τρυφερότητα αγκάλιαζε ο ένας τον άλλο, με τέτοια αθωότητα.
 Ήταν μία απο τις λίγες νύχτες που κοιμήθηκα με τέτοια ευκολία, με τέτοια γαλήνη και ηρεμία! Αφού με είχε πάρει εκείνη αγκαλιά, πώς να φοβόμουν;; Τι να φοβόμουν;
Ξυπνήσαμε το επόμενο πρωί και φτιάξαμε ένα πλουσιοπάροχο πρωινό! Αφού φάγαμε πήγαμε μια βόλτα. Ήταν η ημέρα των Χριστουγέννων και το χωριό ήταν  πλημμυρισμένο απο χαρά και ευτυχία! Όλος ο κόσμος έδειχνε χαρούμενος και έτοιμος να περάσει  εκείνη την ημέρα με τους ανθρώπους που αγαπούσε. Περπατήσαμε στα μαγαζιά, χαζέψαμε τις βιτρίνες, γελάσαμε!  Ήμουν ευτυχισμένος, ολοκληρωμένος θα έλεγα. Αφού είχα εκείνη…
Καθίσαμε σε μια καφετέρια, και σχεδιάζαμε τι θα κάναμε το βράδυ! Σχέδια, σχέδια για εκείνη την ημέρα τίποτα όμως για το τι θα κάνουμε μετά απο αυτή! Μετά από τις διακοπές μας… Και να σας πω και την αλήθεια δεν μας ένοιαζε! Το ότι ήμασταν εκείνη την στιγμή εγώ και εκείνη, μαζί ήταν αυτό που είχε σημασία!
 Καθόμουν και σκεφτόμουν τι ωραία που είναι τα Χριστούγεννα. Είναι η μοναδική εποχή του χρόνου που επιτρέπει κανείς στον εαυτό του να πιστέψει στα παραμύθια! Αυτό έκανα και εγώ! Γιατί αυτο που ζούσα παραμύθι ήταν, ένα όνειρο πολύ καλά στημένο! Μια εποχή που ανθίζουν έρωτες παραμυθένιοι, γενναιόδωρα ξωτικά και γλυκόπικρα συναισθήματα.
Μετά απο λίγη ώρα έπρεπε να χωριστούμε και να πάμε να ετοιμαστούμε για το πολυπόθητο βράδυ των Χριστουγέννων.Έγω βέβαια δεν πήγα κατευθείαν να ετοιμαστώ, αλλά πήγα για μία ακόμη φορά στα μαγαζιά, συγκεκριμενα σε ένα κοσμηματοπωλείο και τους ζήτησα να μου φτιάξουν ένα κρεμαστό που να αναγράφεται πάνω του «παραμύθι». Ήταν ακριβώς αυτό που ζούσαμε, τα έλεγε όλα. Τους είπα ότι ήταν για μια ιδιαίτερη περίπτωση και επείδη έτυχε να είναι γνωστός μου ο κοσμηματοπώλης μου είπε ότι μέχρι το βράδυ θα το είχε έτοιμο! Ούφ, ανακουφίστηκα! Ήθελα να είχε κάτι δικό μου, εκτός απο την καρδιά μου!
Έπιτέλους το βράδυ έφτασε και έχοντας πάρει το δώρο της πήγα και με ένα μπουκέτο λουλούδια στο χέρι και της χτύπησα την πόρτα του δωματίου της! Το ξέρω ότι τα λουλούδια θα μαράζωναν λόγο της ζήλεια τους για την ομορφιά της Θάλειας! Μια κούκλα, μια νεράιδα! Η δική μου νεράιδα!
Αφού φάγαμε, καθίσαμε στο χαλί δίπλα απο το τζακι και είπαμε να ανταλλάξουμε τα δώρα μας!
-Και αυτό είναι δικό σου! Με κοίταξε με ένα πλατύ χαμόγελο και με μια αγωνία στα μάτια της. Έλα άνοιξέ το, μην με κοιτάς έτσι!
-Καλά, καλά! της είπα και το άνοιξα! Τα μάτια μου έλαμψαν! Ήταν ένα μενταγιόν, μια χρύση καρδιά! Πήγα να την ανοίξω αλλά με σταμάτησε και μου είπε
-Αυτή η καρδιά είναι η δική μου καρδιά! Μέσα της είναι γραμμένα όλα τα συναισθήματα που μου δημιούργησες από την πρώτη στιγμή που σε είδα και που θα σε συντροφεύουν και θα σου θυμίζουν τι νιώθω για σένα όταν θα είσαι μακριά μου!
-Μωράκι μου, σε ευχαριστώ πολυ! Ποτέ δεν θα είμαι μακριά σου, ποτέ δεν θα σε αφήσω! Να το θυμάσαι μικρή μου νεράιδα, να το θυμάσαι!
-Και τώρα το δικό μου! Οριστε, ελπίζω να σου αρέσει της είπα! Της έδωσα το κουτί και εκείνη το άνοιξε με έναν έντονο ενθουσιασμό, σαν τα μικρά παιδάκια που ανοίγουν τα δώρα τους νομίζοντας ότι έλαβε το γράμμα τους ο Άι Βασίλης!
Δεν χρειάστηκε να της εξηγήσω τι σήμαινε αυτό το δώρο! Ήμουν σιγουρος πως θα το καταλάβαινε απο την πρώτη στιγμή! Μου το επαλήθευσαν τα μάτια της που ήταν σαν να έβλεπαν μπροστα τους ενα φίλμ απο τη δική μας ταινία!
-Να στο φορέσω; Την ρώτησα. Δεν χρειάστηκε να μου απαντήσει, μου έγνευσε με το βλέμμα της!
VII
Αφού της έβαλα το μενταγιόν, άρχισα να την φιλάω στο λαιμό! Πέρασε τα χέρια της μέσα απο τα μαλλιά μου! Της ψυθίρισα
-Είσαι το πιο ωραίο πράγμα που μου έχει συμβεί στη ζωή μου! Δεν θέλω να σε χάσω..ποτέ!
- Με χάιδεψε με μία τρυφερότητα και μου είπε Δεν θέλω να λέω πολλά...φοβάμαι μήπως κάνω λάθος, μήπως είναι κάποιος ενθουσιασμός..Αλλά αυτο που φοβάμαι πιο πολύ είναι ότι μερικές φορές οι λέξεις..είναι τόσο λίγες! Και πίστεψε με αυτό που νιώθω για σένα είναι τόσο μα τόσο μεγάλο! Και μου χαμογέλασε μεε αυτό το χαμόγελο που μπορεί να φωτίσει όλο τον κόσμο!
Εκείνο το βράδυ συνέβη κάτι τρομερό, κάτι μαγικό! Εκείνο το βράδυ γίναμε ένα..Κοιμηθήκαμε μαζί στο κρεβάτι μας! Είχαμε κουλουριαστεί σαν μωρά! Κάποια στιγμή την κοίταξα στα μάτια και ένιωθα πως είχα όλο τον κόσμο στην αγκαλιά μου!
Αυτό που προσμονούσαμε με τόσο ενθουσιασμό τελικά συνέβη, τώρα πια τα κορμιά μας ήταν ενωμένα! Όλο το βράδυ τις ψυθίριζα πόσο πολύ την αγαπούσα..
Ήμουν ευτυχισμένος όπως και κείνη! Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο γρήγορα που νόμιζα πως θα σπάσει. Όλο το βράδυ ήμασταν αγκαλιά! Τα μάτια της έβγαζαν φωτιές, το στόμα της τις πιο ωραίες μελωδίες!
Το μόνο πράγμα που ήξερα ήταν ότι την αγαπούσα! Περισσότερο από όσο μπορεί να φανταστεί! Ίσως περισσότερο και από όσο θα έπρεπε!  Τι ωραίο πράγμα που είναι ο Έρωτας! Μας κάνει όλους ποιητές!
Μας κάνει να βάζουμε τον άλλο πάνω από όλα, πάνω απο τον ίδιο μας τον εαυτό, την ίδια μας την ζωή! Ήμαστε διατεθημένοι να κάνουμε τα πάντα προκειμένου να κρατήσουμε τον άνρθωπο που αγαπάμε κοντά μας.
Και χωρίς να το καταλάβω άρχισε να ξημερώνει. Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου και το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι εκείνη! Να με χαζεύει, κοιτόντας με στα μάτια απορημένη για το τι μπορεί να ονειρεύομαι.
Ήρθε και μου έδωσε ένα φιλί, ίσως και το πιο αγνό που έχουμε δώσει ποτέ!
Έπειτα απο λίγη ώρα τις ετοίμασα πρωινό! Καθίσαμε και φάγαμε δίπλα απο το τζάκι κοιτώντας έξω από το παράθυρο το χιονισμένο τοπίο αυτού του παραμυθένιου χωριού!
Δυστυχώς έπρεπε να φύγουμε για να πάμε να ετοιμάσουμε τις βαλίτσες μας! Ετοιμαστήκαμε, δώσαμε ένα φιλί και μία αγκαλιά και φύγαμε! Θυμάμαι να της φωνάζω «Στις δώδεκα στο μέρος που πρωτογνωριστήκαμε! »
VIII
-Ρε Στέφανε! Πάλι λες την ιστορία μας; Αμάν, είναι ακόμη παιδιά!
- Τι λές μωρέ μαμα; Από που και ως που ήμαστε ακόμη παιδιά; 14 εγώ 16 η Ανδριάνα..
-Αχιλλέα σιγά που μεγάλωσες κιόλας...
-Και μπαμπά..εκείνη την νύχτα συλλάβατε εμένα;;
-Ναι άγγελε μου, πρέπει να ξέρετε ότι και τα δυο σας είστε καρποί ενός μεγάλου και παθιασμένου Έρωτα!!
- Λοιπόν,ελάτε να φάμε όλοι μαζί, Χριστούγεννα είναι! Άντε!!

-The End-

Βούσουρα Χάρις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εδώ είναι ευπρόσδεκτα τα σχόλιά σας.