Για ένα χαμόγελο

Για ένα χαμόγελο.

[ενότητα πρώτη]
[κεφάλαιο πρώτο]

-     Μα σίγουρα αυτό θέλεις;
-     Ναι, μαμά. Στο ξαναείπα! Το μόνο που θέλω να έχω αυτά τα Χριστούγεννα είναι και τη μαμά μου και τον μπαμπά μου στο ίδιο σπίτι. Δεν θέλω να μου φέρει τίποτα ο Άη Βασίλης. Το μόνο που θέλω είναι να τα ξαναβρείτε.
-     Μα βρε καρδούλα μου, τα έχουμε ξαναπεί αυτά. Αυτό δεν είναι εφικτό.
-     Τι θα πει εφικτό;
-     Θα πει ότι εγώ και ο μπαμπάς σου δεν πρόκειται να τα ξαναβρούμε ποτέ. Τουλάχιστον όχι σύντομα. Τέλος πάντων τι θα ήθελες να σου φέρει ο Άη Βασίλης; Δεν μπορεί! Κάτι θα θες! Όλα τα παιδάκια κάτι θέλουν!
-     Μα σου είπα μαμά, δεν θέλω κάτι άλλο.
-     Καλά μωρό μου. Άρα δεν θα γράψεις γράμμα φέτος;
-     Θα γράψω! Θα του ζητήσω να είστε ευτυχισμένοι.
-     Καλά, κάνε ό,τι θες.

        Αυτό και έκανα. Πήγα στο δωμάτιό μου. Μισή ώρα μετά βγήκα με αυτό το γράμμα διπλωμένο στραβά και χωμένο σε ένα φάκελο, ο οποίος ήταν εξίσου ατιμέλητος με το γράμμα μου. Ο φάκελος έγραφε:

Στον Άγιο Βασίλη,
Βόρειος Πόλος

Αν άνοιγες το γράμμα, θα έβλεπες ένα όχι ιδιαίτερα εκτενές γράμμα, το οποίο όμως ήταν αρκετά περιεκτικό.

Αγαπητέ Άγιε Βασίλη,
είμαι η Ειρήνη ένα οκτάχρονο κοριτσάκι από την Νέα Σμύρνη, στην Ελλάδα, στην Αθήνα. Ήμουνα καλό παιδί όλο το 2013 και για αυτό θα ήθελα να μου φέρεις αυτό που θέλω. Θέλω η μαμά και ο μπαμπάς να αγαπιούνται και πάλι και μην χορύσουν ποτέ ξανά και να είμαστε όλοι μαζί μία οραία οικογένεια. Δεν θέλω να μου φέρεις κανένα παιχνίδι φέτος Άγιε.

Σε αγαπώ πολύ.
Καλά Χριστούγεννα,
η φίλη σου, Ειρήνη.
       
        Έτρεξα και το έδωσα στην μαμά. Με ρώτησε τι είχα γράψει. Της είπα την αλήθεια. Ξέροντας την μαμά μου, ήξερα πως μόνο και μόνο από πείσμα που την παράκουσα και έγραψα κάτι τέτοιο δεν θα μου έπαιρνε κάτι ο "Άγιος Βασίλης" φέτος, επειδή δεν θα ήξερε τι να μου πάρει. Δεν πειράζει. Ούτως ή άλλως δεν είχε αρκετά λεφτά φέτος. Και δεν της έχω πει ακόμα πως ξέρω ότι δεν υπάρxει Άγιος Βασίλης -μου το είχαν πει ο Τάκης και η Χαρά στο σχολείο- για να μπορούμε να μιλάμε ανοιχτά. Από την άλλη κρίμα. Ήθελα πραγματικά πολύ εκείνη την φωτογραφική μηχανή. Αλλά αν της έγραφα πως θέλω κάτι δεν θα την έκανα να σκεφτεί πως πραγματικά θέλω να τα ξαναβρούν με τον μπαμπά.
        Συμφωνώ μαζί της, ότι έπρεπε δηλαδή να την αφήσει ο μπαμπάς να δουλέψει, αλλά και εκείνη ήταν υπερβολική. Ήξερε και εκείνη πως αν το αντιμετώπιζε ομαλότερα, θα πέρναγε τελικά το δικό της.


[κεφάλαιο δεύτερο]

        Πήγα την μικρή σχολείο και γύρισα σπίτι. Πήρα στα χέρια μου τον φάκελο και τον άνοιξα. Όντως το μόνο που ζητούσε η μικρή ήταν να τα ξαναβρώ με τον πατέρα της. Δεν φταίω όμως εγώ. Μα να μου ζητήσει να μην δουλέψω; Με ξέρει εδώ και εικοσιένα ολόκληρα χρόνια. Από τα δεκατέσσερά μου! Έλεγε πως με καταλάβαινε ανέκαθεν, αλλά μάλλον ήταν λόγια του αέρα. Με βοήθησε να δώσω πανελλήνιες, περίμενε να τελειώσω την σχολή μου όσο παράλληλα εκείνος τελείωνε την δική του. Λίγο πριν βγω στον εργασιακό στίβο έμεινα έγκυος. Ύστερα το παιδί ήταν μικρό. Και τώρα, στα οκτώ της, ενώ ο κύριος ετοιμάζεται να διοριστεί, εγώ θέλησα να ξανακοιτάξω για δουλειά. Πόσο παράλογη ήμουν; Εκείνος όμως είχε μεγαλώσει με την μητέρα του μέσα στο σπίτι και ήθελε και η κόρη του να μεγαλώσει παρόμοια. Τρίχες. Κι εγώ μεγάλωσα και με τους δύο γονείς να λείπουν από το σπίτι και δεν έπαθα τίποτα. Τέλος πάντων. Εγώ πάντως δεν θα κάτσω να σκάσω. Όσον αφορά την μικρή, δεν θα της πάρω τίποτα. Της το είχα πει να ζητήσει κάτι. Ας λουστεί τώρα τις επιλογές της. Ας της φέρει ό,τι θέλει ο Άη Βασίλης, για τον οποίο μας τα έχουν πρήξει.


[κεφάλαιο τρίτο]

        Μα σοβαρά τώρα;! Χωρίσαμε επειδή της είπα ότι δεν χρειάζεται να δουλέψει; Δεν της λείπει τίποτα, και τόσο καιρό τώρα έχουμε βρει έναν ωραίο τρόπο ζωής. Γιατί πρέπει να το αλλάξουμε αυτό; Επειδή θυμήθηκε η κόμισσα στα τριανταπέντε της να σηκώσει μπαϊράκι και να επαναστατήσει; Και άιντε επαναστάτησε. Επαναστάτησε ενάντια σε τι; Όλοι στο πλευρό της ήμασταν. Αφού θέλει να δουλέψει, ας το κάνει,  μην γαμήσει όμως την δική μας ζωή, την οποία την έχουμε χτίσει πάνω σε κάποια στάνταρντς. Όπως και αν έχει, θα βρω έναν τρόπο να τα ξαναβρούμε.
        Άνοιξα το δέμα από τα κεντρικά. Μέσα είχε είκοσι βιβλία για τον δεύτερο όροφο και μία φωτογραφική μηχανή για την παραγγελία ενός πελάτη. Τα βιβλία τα έβαλα σε μία στοίβα δίπλα από κάτι κονσόλες πάνω στις οποίες πέταξα το κουτί της φωτογραφικής. Έπεσε κάτω. Έχει κάνει ένα βαθούλωμα στην γωνία, αλλά θα πούμε πως έγινε κατά την μεταφορά της μηχανής, ούτως ή άλλως, αυτά δεν παθαίνουν τίποτα. Για πόσο ακόμα θα κάνω αυτήν την δουλειά; Εγώ έχω τελειώσει την Φιλοσοφική Αθηνών και έχω κάνει δύο μεταπτυχιακά. Δουλειά δεν έβρισκα. Πήγα πήρα το ανώτατο πιστοποιητικό γνώσης χρήσεων τον ηλεκτρονικών υπολογιστών και δουλεύω τώρα στο μαγαζί με τις ηλεκτρονικές συσκευές στην πλατεία. Ελπίζω όχι για πολύ ακόμα.
        Μπήκε μέσα ο καινούριος και μου έδωσε ένα γράμμα.
Συμπεριφέρσου σε κάθε προϊόν σαν να προορίζεται για την κόρη σου. Κρίμα που δεν το έκανες ως τώρα.

Δεν είχε ούτε αποστολέα ούτε άλλα στοιχεία πάνω του. Μου φάνηκε παράξενο, αλλά δεν σκοτίστηκα και πολύ. Σηκώθηκα από το σκαμνί που καθόμουν και βγήκα έξω.


[ενότητα δεύτερη]
[κεφάλαιο τέταρτο]

        Αγαπητέ Άγιε Βασίλη,
είμαι ο Γιάο Ξιάνγκ. Είμαι οκτώ χρονών. Γεννήθηκα εδώ, λίγο έξω από το Πεκίνο. Η μητέρα μου δουλεύει για κάτι κυρίους. Ο πατέρας μου δούλευε ως εργάτης ως το δυστύχημα πρόπερσι. Από τότε τα χρήματα δεν ήταν ποτέ αρκετά. Έφταναν μετά βίας για τα φάρμακα που η μαμά έλεγε πως έπρεπε να πάρει οπωσδήποτε. Δεν ξέρω τι ήταν αυτά, αλλά θυμάμαι και την μητέρα μου πριν να αρχίσει να τα χρειάζεται, τότε που ήταν χαρούμενη. Τότε που περνούσαμε χαρούμενα Χριστούγεννα. Μετά από λίγους μήνες με φέρανε εδώ. Δεν ξέρω γιατί. Δεν έχω ξαναδεί την μητέρα μου από τότε. Πριν δύο βδομάδες άρχισα να μιλάω με ένα άλλο παιδί από τις πλακέτες. Εκείνος ήρθε εδώ όταν ήταν δεκαπέντε. Ξέρει να γράφει και να διαβάζει. Εκείνος γράφει αυτό το γράμμα για εμένα. Άγιε Βασίλη, του χρόνου μπορεί και να σου γράψω μόνος μου το γράμμα μου. Λέει πως θα μου μάθει. Όταν τελειώνει με τις σαράντα πλακέτες που πρέπει να τοποθετήσει κάθε μέρα θα κάνει και την δική μου δουλειά, να καθαρίζει τους φακούς για να μπορώ εγώ να διαβάζω. Έτσι και θα μάθω να γράφω και να διαβάζω αλλά και θα προχωράει η παραγωγή. Δεν μπορούν να καθυστερούν όλοι για μένα. Πέρσι που καθυστερούσε εκείνο το παιδί από την συναρμολόγηση δεν το ξαναείδαμε. Αχ να ήξερες πόσο μου αρέσουν τα Χριστούγεννα! Είναι η καλύτερη εποχή του χρόνου! Και ας μην το αισθανόμαστε εμείς εδώ, είναι πολύ όμορφο που κάποια από αυτά που φτιάχνουμε θα ντυθούν δώρα και θα μοιράσουν χαμόγελα. Όταν μάλιστα φέρνει κανείς κανέναν Χριστουγεννιάτικο σκούφο, είμαι πολύ χαρούμενος. Άγιε μου Βασίλη θα ήθελα να μου φέρεις μόνο την ευκαιρία να δω λίγο τον ήλιο. Έχω να βγω έξω πάνω από ένα εξάμηνο. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά τόσο λένε τα άλλα παιδιά πως έχει περάσει. Α, και αν μπορείς, πες στον Μάρτιν να μας χτυπάει λιγότερο.

Ευχαριστώ πολύ Άγιε Βασίλη.
Γιαο Ξιανγκ


[κεφάλαιο πέμπτο]

                Αγαπητέ Άγιε Βασίλη,
είμαι ο Τζέιμς και ξέρω πως είμαι λίγο μεγάλος στα τριάντα μου για να σου γράφω γράμμα, αλλά ξέρεις πως σου γράφω κάθε χρόνο και ας το καίω μετά. Ήταν πάντα ένα συνήθειο που ομολογώ πως το βρίσκω λίγο ρομαντικό. Το θεωρώ επίσης την κορύφωση της πανέμορφης αυτής γιορτής, των Χριστουγέννων. Δεν θα σου ζητήσω πολλά άγιε μου Βασίλη. Το μόνο που θέλω είναι να μου βρεις έναν φίλο. Βλέπεις εδώ στο καράβι δεν υπάρχουν άλλοι που να μιλούν την γλώσσα μου, αλλά έχουν την δική τους γλώσσα και έχουν κάνει κλίκα. Ξέρεις πως έχασα τους γονείς μου μικρός και πως έχει πολλή μεγάλη σημασία για εμένα να μιλάω όσο φορτώνω και ξεφορτώνω τις κούτες με τις ηλεκτρικές συσκευές. Άγιε Βασίλη, στο ορκίζομαι πως αν ξαναπεράσω άλλον ένα χρόνο μόνος μου, δίχως να μιλάω σε κανέναν, θα αυτοκτονήσω.
Καλά Χριστούγεννα!

Με αγάπη,
Τζέιμς

Και του έβαλε φωτιά.


[κεφάλαιο έκτο]

       Άγιε Βασίλη,
είμαι πενήνταοκτώ χρονών. Προφανώς θα με έχεις ξεχάσει από την τελευταία φορά που σου έγραψα, πενήντα χρόνια πριν. Ποτέ δεν είχα καταλάβει όμως την αξία των Χριστουγέννων. Τα κατάλαβα όμως φέτος άγιε μου Βασίλη. Και φέτος όμως, δεν σου έγραψα για να σου ζητήσω κάτι. Ναι, η αλήθεια είναι πως πλέον πιστεύω πως υπάρχεις, κάτι που ποτέ δεν πίστευα. Δεν σε αντιλαμβάνομαι όμως ούτε με την αφέλεια των παιδιών, ούτε με την καχυποψία των μεγάλων. Γιατί εγώ Άη μου Βασίλη δεν υπήρξα ποτέ μεγάλος. Πάντα ταυτιζόμουν μόνο με τον πιλότο-φίλο του μικρού πρίγκιπα. Μόνο που εγώ δεν ζωγράφιζα ποτέ βόες άγιε. Εγώ απλώς οδηγούσα καράβια και έφτιαχνα αγάλματα από πλαστελίνη. Δεν βρέθηκε όμως κανείς να με καταλάβει άγιε. Δεν ήρθε ο δικός μου μικρός πρίγκιπας. Και δεν αντέχω άλλο αυτήν την ζωή, δεν ταιριάζω εδώ. Δεν είμαι και δεν θα γίνω ποτέ μεγάλος. Όσο και αν μεγαλώσω. Δεν αντέχω λοιπόν την μίζερη ζωή που εκείνοι υπομένουν. Δεν μπορώ άλλο να οδηγώ αυτό το πλοίο με τα φορτία των ηλεκτρονικών συσκευών. Αυτή η επιστολή δεν θα σου σταλθεί ποτέ άγιε Βασίλη. Απλά δεν είχα τα κότσια να γράψω ένα σημείωμα αυτοκτονίας. Έρχομαι να σε συναντήσω Άγιε, και συγγνώμη αν δεν έγινα ποτέ αυτό που έπρεπε. Δεν μπορούσα όμως. Δεν θα με ξαναδεις τον καινούριο χρόνο.
          Εις το επανιδείν,
                   Ζεράρντ


[ενότητα τρίτη]
[κεφάλαιο έβδομο]
[δέκα μέρες μετά - παραμονή Πρωτοχρονιάς]

        Ένας φαινομενικά άστεγος μπαίνει στο μαγαζί ένα τέταρτο πριν κλείσουμε. Πηγαίνει κατευθείαν προς τις φωτογραφικές. Είναι πρόσχαρος και χαρούμενος. Ύποπτα χαρούμενος αν αναλογιστούμε το ντύσιμό του. Ήρθε και μου μίλησε. Μου ζήτησε μία φωτογραφική μηχανή. Ξεκίνησα να του δείχνω τα μοντέλα κοιτώντας τον με μισό μάτι. Σε κάποια στιγμή τον ρώτησα πως θα πλήρωνε. Μου απάντησε "με μετρητά". Πολύ παράξενος τύπος. Του είχα δέιξει όλα τα μοντέλα εκτός από ένα.
-    Δεν θα μου δείξεις και την τελευταία;
-    Τι εννοείτε;
-    Ξέρω πως έχεις και μία στραπατσαρισμένη στην γωνία. Εκείνη θέλω.
-    Βεβαίως.
Πήγα έντρομος και του την έφερα. Πως μπορεί να ήξερε για αυτήν;
-    Να σας την τυλίξω για δώρο;
-    Φυσικά, η κόρη σου θα την ήθελε τυλιγμένη.
-    Πως είπατε;
-    Τίποτα. Λέω πως εγώ μόνο δώρα κάνω.
-    Συγγνώμη;
-    Απλά πείτε μου πόσο κοστίζει.
-    Είναι 380,59€
Κοίταξε το πορτοφόλι του, το χάιδεψε και μου το πέταξε. Το άνοιξα. Είχε μέσα του ακριβώς τα χρήματα. Δεν μπορεί να είχε μαζί του ακριβώς 380,59€!!! Με το που πήρα τα χρήματα, το πορτοφόλι εξαφανίστηκε. Ποιός ήταν αυτός; Είπε ότι πήγαινε την φωτογραφική στην κόρη μου. "Παιδιά φεύγω δέκα λεπτά νωρίτερα! Χρόνια Πολλά!" Έτρεξα γρήγορα στο αμάξι μου και έβαλα μπρος. Ξεκίνησα με στόχο το σπίτι της. Τι ήταν αυτό με την κόρη μου; Ποιός ήταν αυτός ο ανώμαλος;


[κεφάλαιο όγδοο]

        Ένας ξερακιανός άντρας μπήκε στο εργοστάσιο, έσπασε το λουκέτο της πόρτας. Βεβαιώθηκε πως το κτίσμα πλημμύρισε με φεγγαρόφως απ'άκρη σ'άκρη και πήγε στο γραφείο του διευθυντή. Ρώτησε που θα μπορούσε να βρει τον Μάρτιν. Του έδειξαν το γραφείο του. Ο άντρας μπήκε μέσα, κλείδωσε την πόρτα και ακινητοποίησε τον Μάρτιν. Άνοιξε το παράθυρο του γραφείου στο οποίο βρισκόταν, και τον έσπρωξε από κάτω. Έπεσε πάνω σε μία στοίβα με σακιά. Λιποθύμησε. Λίγα δευτερόλεπτα μετά πέρασε ένα φορτηγό, που ο οδηγός του δεν είδε το χέρι του Μάρτιν που βρισκόταν στην άκρη του δρόμου. Ο Μάρτιν δεν ξαναέδειρε ποτέ κανέναν.



[κεφάλαιο ένατο]

        Ένας ξερακιανός άντρας μπήκε στο γραφείο του καπετάνιου του πλοίου. Έτρεξε και άρπαξε το όπλο που κρατούσε ο Ζεράρντ και το πέταξε στην θάλασσα. Τον έβαλε κάτω και του εξήγησε γιατί αξίζει η ανθρώπινη ζωή. Τον έπεισε. Και για αντάλλαγμα, προσλήφθηκε αμέσως, όσο παράδοξο και αν ήταν να προσλαμβάνεις κάποιον παραμονή Πρωτοχρονιάς. Η  θέση στην οποία ήθελε να δουλέψει ήταν κενή και μία από τις κατώτατες. Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα.


[κεφάλαιο δέκατο]

        Ο ξερακιανός άντρας κατέβηκε και πήγε στην θέση που μόλις είχε διοριστεί. Χαιρέτησε τον συνάδελφο του τον Τζέιμς. Ήταν προφανές πως θα γινόντουσαν κολλητοί.


[ενότητα τέταρτη]
[κεφάλαιο ενδέκατο]

        Χτύπησε το κουδούνι.
-   Πήγαινε να ανοίξεις καρδούλα μου.
        Η Ειρήνη έτρεξε στην πόρτα. Κάθε φορά που χρειαζόταν να τρέξει να ανοίξει την πόρτα, η μικρή χαιρόταν που είχαν ένα τόσο μικρό σπίτι. Μία κρεβατοκάμαρα και ένα μπάνιο που βρισκόταν απέναντι στην άκρη του χόλ που ξεκινούσε από την κουζίνα, η οποία με την σειρά της βρισκόταν στην άκρη ενός ενιαίου δωματίου που ήταν κουζίνα και σαλόνι. Στο σαλόνι ήταν η εξώπορτα. Η μικρή έτρεξε από το υπνοδωμάτιό τους -εκεί κοιμόντουσαν και αυτή και η μαμά της- στο σαλόνι. Πέρασε δίπλα από το δέντρο. Δεν ήταν δα και κανένα μεγάλο έλατο, αλλά βρισκόταν μέσα στην μέση και δεν είχε πέσει η μικρή πάνω του από καθαρή τύχη. Άνοιξε την πόρτα.
-   Αχ καρδιά μου! είπε και την πήρε αγκαλιά.
-   Ποιός είναι Ειρήνη;
-   Ο μπαμπάς!
-   Τι κάνεις εδώ ρε;
-   Ηρέμησε μωρό μου. Πέρασε κανείς από εδώ;
-   Ποιός να περάσει; Μόνος ένας γελοίος μπήκε πριν από ένα λεπτό.
-   Ηρέμησε καλή μου, Χριστούγεννα είναι!
-   Τι θες ρε;
        Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Άνοιξε ο άντρας του σπιτιού. Μπροστά του εμφανίστηκε ο άντρας που είχε αντικρίσει νωρίτερα σήμερα στο κατάστημα.
-   Να περάσω;
-   Πέρνα.
        Ήταν σαστισμένος ενόσω απαντούσε. Ο ξένος μπήκε μέσα. Τώρα που βρισκόταν λουσμένος στο φως του σπιτιού, η φιγούρα του ήταν ξεκάθαρη. Ήταν ψηλός, γύρω στο 1.90. Φαινόταν γέρος. Είχε κάτασπρα μαλλιά πιασμένα κότσο και μούσι ως το στέρνο. Το βλέμμα του σπινθηροβόλο, μαρτυρούσε σοφία και γνώση. Τα ρούχα του ήταν κουρέλια. Ένα παντελόνι σκισμένο στο αριστερό γόνατο και Ένα πουκάμισο που πρέπει να το φορούσε για χρόνια. Οι κακουχίες που είχε περάσει ήταν προφανείς. Ξεκίνησε να μιλάει.

[κεφάλαιο δωδέκατο]

        Δεν θα σας πω πολλά. Δεν είμαι εδώ για να σας κουράσω. Είμαι εδώ για να σας παραδειγματίσω ως προς το πως θα έπρεπε να φέρεσθαι. Αρχικά θα ήθελα να σας ευχαριστήσω που με αφήσατε να μπω στο σπίτι σας. Αν και δεν μπήκα από την συνηθισμένη μου είσοδο, βλέπετε, δεν έχετε τζάκι, χαίρομαι που είμαι εδώ. Για την ακρίβεια, λάθος έκανα. Φτάνουν οι ευγένειες. Δεν χαίρομαι καθόλου που είμαι εδώ απλά έπρεπε να το κάνω. Γιατί δηλητηριάζεται την πριγκίπισσά σας. Να σας συστηθώ; Νομίζω δεν χρειάζεται. Με ξέρετε πολύ καλά. Απλώς δεν έχετε συμφιλιωθεί με την εικόνα μου. Ναι κύριε, δεν είμαι ένας απλός άστεγος. Συνήθως με βλέπετε όπως με ορίζουν οι εξαίρετοι αυτοί άνθρωποι της κόκα κόλα. Με αποδίδουν συνήθως αισθητά πιο παχύ και με ροδαλά μάγουλα. Η αλήθεια απέχει όμως πολύ. Δεν είμαι έτσι όπως με παρουσιάζουν. Ποτέ δεν με ενδιέφεραν τα υλικά αγαθά. Ποτέ δεν ήμουν έτσι. Αλλά ποιός θα αγαπήσει έναν γέρο; Ποιός θα νοιαστεί για έναν γενναιόδωρο, αλλά ξερακιανό ηλικιωμένο την εποχή του φαίνεσθαι; Ποιός ενδιαφέρεται σήμερα για το ποιός είμαι και ποιός είσαι; Αν δείχνουμε όμορφοι έχει καλώς, αλλιώς ατυχήσαμε. Οι κλίκες σχηματίζονται ανάλογα με την ομορφιά και το πλέον χειρότερο είναι το πως ορίζεται πλέον η ομορφιά. Ορίζεται με την τσέπη. Ο πλούσιος είναι πανέμορφος και άρα επιθυμητός. Αυτός είναι ο κόσμος σας. Εσείς οι δύο είστε δύο όμορφοι νέοι που αγαπιέστε περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Εννοώ πως με την αγάπη σας θα μπορούσατε να αλλάξετε τον κόσμο. Και η Ειρήνη θα ερωτευτεί όταν μεγαλώσει. Αν της διδάξετε την αγάπη. Τι σημαίνει όμως αγάπη; Να βάζεις τον άλλον πάνω από εσένα. Να προτίθεσαι να θυσιάσεις το εγώ σου και ο άλλος το δικό του και να αρνείται ο σύντροφός σου να δει το εγώ σου να θυσιάζεται. Να υπάρχει αλληλοσεβασμός. Μεγάλη κουβέντα αυτή σήμερα. Και αόριστη. Σεβασμός σημαίνει να προστατεύεις με το παραπάνω τα δικαιώματα του άλλου. Να ξέρεις τι σε αφήνεις να κάνεις και τι όχι και να κάνεις ακόμα λιγότερα. Να ξέρεις τι ζητάει και τι ανέχεται και να πράττεις αναλόγως. Να αγαπάς. Έχετε ξεχάσει να αγαπάτε εσείς οι άνθρωποι. Για αυτό και έχετε ευτελίσει την λέξη. Θα έπρεπε να είστε μαζί αφού αγαπιέστε και πάνω από όλα να έχετε την κόρη σας. Να ορίστε πάρε το δώρο σου καρδούλα μου. Η φωτογραφική που ήθελες και δεν τολμούσες να τους το πεις για να ασχοληθούν με το να τα ξαναφτιάξουν. Η μικρή χαμογέλασε. Βέβαια, η μηχανή δεν δουλεύει, γιατί ο πατέρας σου την πέταξε και την κλότσησε πριν μάθει ότι προοριζόταν για σένα. Λες και δεν θα την αγόραζε κάποιος άλλος. Άλλο ένα χαρακτηριστικό του σημερινού ανθρώπου. Όχι μόνο δεν κοιτάει παρά μόνο την εικόνα των ανθρώπων, αλλά και δεν κοιτάει και πίσω από την εικόνα των πραγμάτων. Για αυτήν την φωτογραφική που ο πατέρας σου θέλησε να κλοτσήσει, έχει δουλέψει ο Γιάο Ξιάνγκ ως δούλος σε ένα εργοστάσιο της Κίνας, ο Τζέιμς μέσα στην μοναξιά του για να την μεταφέρει και τόσοι, τόσοι άλλοι. Αν δεν υπήρχαν όλοι αυτοί, αυτή η φωτογραφική δεν θα έφτανε ποτέ σε εσένα, τον μόνο που επωφελείται από τα πλεονεκτήματα του καπιταλισμού. Αγαπηθείτε και αντιληφθείτε τον κόπο των άλλων. Μόνο αν το ανθρώπινο γένος γίνει ένα θα πάει μπροστά. Δεν νομίζω δα πως το πρόβλημά σας είναι δα αγεφύρωτο. Σκεφτείτε όλα αυτά. Τι κάνετε εσείς για τους άλλους; Ένα παιδί ήθελε να δει τον ήλιο και να μην το δέρνουν, ένας ναυτικός θα αυτοκτονούσε και ένας καπετάνιος το ίδιο και εσείς τολμάτε να μου μιλάτε για τις διαφορές σας; Τι έχετε εσείς να χωρίσετε; Δεν σας ζητάω να πράξετε κάτι για κάποιον άγνωστο, αλλά εσείς δεν κάνετε τίποτα ούτε καν για την ίδια σας την κόρη. Αυτό είναι το νόημα των Χριστουγέννων. Εγώ ο ίδιος σας λέω πως η γέννηση του Χριστού δεν είναι μόνο ένα μέσο για να ορίσουμε μία γιορτή για την αγάπη. Πηγαίνετε στην εκκλησία, εξομολογηθείτε, λάβετε την Θεία Κοινωνία,  αν δεν νιώσετε την αγάπη, δεν έχετε κάνει τίποτα, δεν έχετε ζήσει τα Χριστούγεννα. Αλλάξτε μυαλά. Καλά Χριστούγεννα!


[επίλογος]

        Ο Γιάο Ξιάνγκ ίδρυσε τον Οργανισμό Προστασίας Κακοποιημένων Παιδιών, ο Τζέιμς αφού παραιτήθηκε ψηφίστηκε ως ο δημοφιλέστερος πολίτης του κόσμου, και ο Ζεράρντ έγινε διάσημος γλύπτης αγαλμάτων από πλαστελίνη. Οι γονείς της Ειρήνης, αφού έφυγε ο απρόσκλητος επισκέπτης, ξανάσμιξαν και δεν ξανατσακώθηκαν ποτέ. Η μητέρα της έπιασε δουλειά από το σπίτι και η Ειρήνη όταν μεγάλωσε έγινε καθηγήτρια του μαθήματος "Αγάπη" στην Φιλοσοφική Αθηνών. Ο απρόσκλητος επισκέπτης εκείνης της ημέρας δεν ξαναεμφανίστηκε ποτέ αφότου διέδωσε την αγάπη στον κόσμο.



Κωνσταντίνος Αβράμης 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εδώ είναι ευπρόσδεκτα τα σχόλιά σας.